Καλωσήλθατε στον Fadomduck2

To παρόν ιστολόγιο αποτελεί φυσική συνέχεια του Fadomduck στο οποίο θα βρείτε συλλογές κειμένων, παραπομπές σε ηλεκτρονικές διευθήνσεις με πολιτικά βιβλία και μουσική, καθώς και μια αρκετά μεγάλη συλλογή με αφίσσες από την Σοβιετική Ενωση (μέχρι και το 1956). Αρχείο με τα άρθρα του Fadomduck #1 θα βρείτε εδώ. O Fadomduck2 όπως και ο προκάτοχος του δηλώνει πως αν και ντρέπεται να κρύψει τις συμπάθειες του, δεν εκπροσωπεί καμμία συλλoγικότητα, παρά μόνο τον εαυτό του. Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί του στο alepotrypa200@gmail.com

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

-Τι θα συνέβαινε εάν μας διέγραφαν το χρέος;

Αποτελεί «απαγορευμένη» λέξη για τους Γερμανούς εταίρους μας, καθώς και την ελπίδα πολλών να μπει η χώρα και πάλι σε ρυθμό ανάπτυξης, βγαίνοντας από το αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας. Ο λόγος για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, στο όνομα της οποίας έχουν συμφωνηθεί μια σειρά από δημοσιονομικά μέτρα μεταξύ του επιτελείου της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών της. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν ότι ακόμα και μια ελάφρυνση χρέους δεν θα ήταν αρκετή για να βγει η χώρα από την κρίση, ζητώντας να ασκηθούν πιέσεις για πλήρη διαγραφή του.

Αν και το τελευταίο σενάριο θεωρείται μη ρεαλιστικό και το πιθανότερο είναι ότι κανένας πολιτικός δεν θα αναλάβει το πολιτικό κόστος να προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε τι θα συνέβαινε εάν αυτό γινόταν πραγματικότητα. Ποια θα ήταν η επόμενη ημέρα για μια μη χρεοκοπημένη Ελλάδα; Τι θα συνέβαινε εάν ξυπνούσαμε και το χρέος, ως δια μαγείας, είχε... εξαφανιστεί; Θα μπαίναμε σε ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης ή μέσα σε λίγα χρόνια, συνεχίζοντας την ίδια πορεία, θα είχαμε συσσωρεύσει και άλλο χρέος;

«Τι θα συνέβαινε εάν ξυπνούσαμε και το χρέος, ως δια μαγείας, είχε... εξαφανιστεί;»

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα ποια θα ήταν η επόμενη ημέρα για την Ελλάδα, θα ήταν σημαντικό να εξετάσουμε την ίδια την φύση της κρίσης. Σύμφωνα με τον καθηγητή Θανάση Μανιάτη από το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, η ελληνική κρίση έχει τρεις κύριες διαστάσεις που αλληλοτροφοδοτούνται. Η πρώτη σχετίζεται με την ανεπαρκή κερδοφορία της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, η δεύτερη με την κρίσης υπερσυσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας και η τρίτη με την δημοσιονομική κρίση του ελληνικού κράτους.

« Η πρώτη, που εκδηλώθηκε το 2007 έχει να κάνει με την κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και ανεπαρκούς κερδοφορίας στον πυρήνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία) που προκλήθηκε μέσω του μηχανισμού του μαρξικού νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους και διατηρεί την παγκόσμια οικονομία και ιδίως την Ευρωζώνη σε πλήρη στασιμότητα, η δεύτερη με την κρίση υπερσυσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας που οφείλεται στον ίδιο μηχανισμό/νόμο. Η τρίτη και πιο ορατή διάσταση έχει να κάνει με τη δημοσιονομική κρίση του ελληνικού κράτους που σοβούσε για κάποια χρόνια (το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κυμαίνονταν γύρω στο 100% από τις αρχές της δεκαετίας του 1990) και οξύνθηκε ιδιαίτερα από την επίδραση που είχαν οι δύο προηγούμενες πτυχές της κρίσης», εξηγεί.

Ο τρίτος και τελευταίος παράγοντας, αυτός των δημοσιονομικών, είναι εκείνος που ίσως μπορεί να εξηγήσει γιατί η πλήρης διαγραφή του χρέους είναι ένα μη ρεαλιστικό σενάριο και γιατί ένα νέο χρέος θα επιβάρυνε την χώρα λίγα χρόνια μετά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μη φορολόγηση των ισχυρών και η επιβάρυνση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Με λίγα λόγια, οι οικονομικά ισχυροί δεν πληρώνουν τους φόρους τους και, εάν αυτό συνεχιζοτάν, η χώρα θα συνεχίσει να έχει δημοσιονομικά ελλείμματα, ακόμα και εάν αύριο, ως δια μαγείας, το χρέος εξαφανιστεί.

Όπως εξηγεί ο κ. Μανιάτης, τα πρώτα έτη της κρίσης (1995-2011), το ελληνικό κράτος «κάθε άλλο παρά σπάταλο μπορεί να χαρακτηριστεί». Οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 46.6% έναντι 48.0% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ-15. Οι μισθοί των ΔΥ ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν σχεδόν ίσοι με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 11%, ενώ οι δαπάνες στα παραδοσιακά πεδία του κράτους πρόνοιας υστερούσαν του ευρωπαϊκού μέσου όρου κατά 1.7% του ΑΕΠ στην εκπαίδευση, 1.2% στην υγεία και 2.7% στην κοινωνική πρόνοια και προστασία.

Αντίθετα, σύμφωνα με τον κ. Μανιάτη, οι δαπάνες για τόκους δημοσίου χρέους στην Ελλάδα ήταν 6.7% του ΑΕΠ κατά 3.2% υψηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν 1.2% του ΑΕΠ μεγαλύτερες αντίστοιχα. Ο καθηγητής σημειώνει ότι οι τόκοι δημοσίου χρέους είναι σχεδόν ίσοι με το δημόσιο έλλειμμα της περιόδου (6.9% του ΑΕΠ), υποδηλώνοντας ότι ο πρωτογενής προϋπολογισμός ήταν ισοσκελισμένος για τα δεκαέξι αυτά χρόνια.

Και τότε, γιατί παρατηρείται μεγάλη διαφορά της ελληνικής δημοσιονομικής δομής από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή, θα ρωτούσε κανείς. Την ίδια περίοδο το σύνολο φόρων και εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα υστερεί σημαντικά, κατά 7.2% του ΑΕΠ, του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Για την διαφορά αυτή, ο κ. Μανιάτης δίνει την εξής εξήγηση:

«Η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως (5.8 ποσοστιαίες μονάδες από τις 7.2 συνολικά) στην εντυπωσιακά χαμηλή φορολόγηση εισοδήματος και πλούτου των μη μισθωτών δηλαδή εκείνου του συνασπισμού κοινωνικών στρωμάτων που στήριξε το κυρίαρχο πολιτικό μπλοκ εξουσίας σε όλη σχεδόν την περίοδο της μεταπολίτευσης».

Και συνεχίζει: « Καθώς οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα είναι σχεδόν ίσοι με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και οι εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση υστερούν μόνο κατά 1.5% του ΑΕΠ του ευρωπαϊκού μέσου όρου είναι σαφές ότι η σημαντική απόκλιση προς τα πάνω του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα σε σχέση με την Ευρώπη οφείλεται στην επιτυχία των κυρίαρχων τάξεων να αποποιηθούν τα φορολογικά βάρη που τους αντιστοιχούν».

Ο καθηγητής τονίζει ότι σημαντικό ρόλο σε αυτήν την καθαρά ταξική επιτυχία έπαιξε «η εμπέδωση και κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας με την αποστροφή της για τους φόρους αλλά και οτιδήποτε συλλογικό», με τη διαφορά βέβαια ότι η ιδιαίτερα χαμηλή φορολόγηση «αφορούσε μόνο συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες ισχυρών και σε καμία περίπτωση την εργατική τάξη».
«Το τραγικό στην όλη υπόθεση είναι ότι η προσπάθεια των μνημονιακών κυβερνήσεων, της τωρινής συμπεριλαμβανομένης, να αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα έχει αφήσει έξω τα ήδη ευνοημένα στρώματα και απλώς επιδείνωσε τη φορολογική επιβάρυνση των υποτελών τάξεων», λέει χαρακτηριστικά.

Βέβαια, δεν έχουν όλοι αυτή την άποψη, καθώς συχνά διαβάζουμε απόψεις σαν κι αυτές: «… η Ελλάδα εμφανίζει μονίμως ένα δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 6% (του ΑΕΠ) το οποίο οφείλεται αποκλειστικά στην υστέρηση των εσόδων έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η αδυναμία διόρθωσης των δημόσιων οικονομικών εδράζεται στο γεγονός της μη φορολόγησης των ατομικών εισοδημάτων και των επιχειρηματικών κερδών. Συνεπώς η ιδέα της φοροδιαφυγής είναι απόλυτα παραπλανητική. Το πρωταρχικό φαινόμενο της μεταπολιτευτικής περιόδου είναι η κατασκευή ενός σύνθετου συστήματος νόμιμης φοροασυλίας», Σταθάκης (2011, σελ. 199-200).

Ο κ. Μανιάτης καταλήγει επισημαίνοντας ότι, στον βαθμό που οι κυρίαρχες τάξεις θα συνεχίσουν να απαλλάσσονται από φορολογικά βάρη, «η συσσώρευση νέων ελλειμμάτων και χρεών είναι κάτι παραπάνω από σίγουρη».
Απόσπασμα από άρθρο στην huffington post

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου, άν δεν υπάρχει εγγραφή στον blogger ή άλλη διαδυκτιακή υπηρεσία (βλέπε όροι σχολιασμού στο πάνω μέρος της σελίδας).
Ανώνυμα και υβριστικά σχόλια μπορούν να διαγράφονται χωρίς άλλη προειδοποίηση.